Η σύγκρουση ανάμεσα στο Ιράν και το Ισραήλ αποτελεί μια από τις πιο επίμονες και πολυδιάστατες αντιπαλότητες στη σύγχρονη Μέση Ανατολή. Παρότι οι δύο χώρες δεν μοιράζονται σύνορα ούτε είχαν διαφορές εδαφικές, η εχθρότητά τους έχει βαθιές ιστορικές ρίζες και ιδεολογικά κίνητρα. Από την Ισλαμική Επανάσταση του 1979 στο Ιράν και την απότομη αλλαγή στάσης της Τεχεράνης απέναντι στο Ισραήλ, μέχρι τις σημερινές ευθείες συγκρούσεις, οι σχέσεις των δύο κρατών έχουν περάσει από φάσεις ψυχρού πολέμου, πολέμων δι’ αντιπροσώπων, μυστικών επιχειρήσεων και πλέον ανοιχτής πολεμικής σύγκρουσης. Παρακάτω εξετάζουμε τις ιστορικές αιτίες της αντιπαλότητας, τους γεωπολιτικούς παράγοντες που την διαμορφώνουν, τον ρόλο οργανώσεων όπως η Χεζμπολάχ και η Χαμάς, τις κρυφές και κυβερνοπολεμικές πτυχές της σύγκρουσης, και τα τελευταία δραματικά γεγονότα του Ιουνίου 2025 που έχουν ανάψει φωτιά στην περιοχή.
Ιστορικές Ρίζες της Σύγκρουσης
Οι σχέσεις Ιράν και Ισραήλ δεν ήταν πάντοτε εχθρικές. Πριν το 1979, επί καθεστώτος Σάχη στο Ιράν, οι δύο χώρες διατηρούσαν στενές – αν και διακριτικές – σχέσεις συνεργασίας. Το Ιράν υπό τον Σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί ήταν μόλις η δεύτερη μουσουλμανική χώρα που αναγνώρισε επίσημα το κράτος του Ισραήλ. Κατά τις δεκαετίες 1950-1970, η Τεχεράνη και το Τελ Αβίβ συνεργάστηκαν στρατιωτικά και οικονομικά στο πλαίσιο του λεγόμενου “δόγματος της περιφέρειας”, όπου το Ισραήλ αναζητούσε συμμαχίες με μη αραβικές δυνάμεις της περιοχής για να αντισταθμίσει την εχθρότητα των αραβικών κρατών. Το Ιράν προμήθευε το Ισραήλ με πετρέλαιο και λάμβανε τεχνογνωσία σε θέματα ασφαλείας – μάλιστα η διαβόητη ιρανική υπηρεσία ασφαλείας SAVAK εκπαιδεύτηκε εν μέρει από τη Μοσάντ. Εκείνη την περίοδο, το παλαιστινιακό ζήτημα δεν βρισκόταν ψηλά στην ιρανική ατζέντα και ο Σάχης έδειχνε ελάχιστο ενδιαφέρον για την υπόθεση των Παλαιστινίων, εστιάζοντας περισσότερο στη συμμαχία με τη Δύση και το Ισραήλ.
Η κατάσταση όμως ανετράπη ριζικά με την Ισλαμική Επανάσταση του 1979. Ο Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, ηγέτης της επανάστασης και μετέπειτα Ανώτατος Ηγέτης του νέου ισλαμικού καθεστώτος, υιοθέτησε μια φανατικά αντι-ισραηλινή στάση ως θεμέλιο της ιδεολογίας του. Το Ιράν διέκοψε αμέσως όλες τις διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ: η ισραηλινή πρεσβεία στην Τεχεράνη έκλεισε και το κτήριο της παραχωρήθηκε στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) ως Παλαιστινιακή πρεσβεία. Ο Χομεϊνί χαρακτήρισε το Ισραήλ “Μικρό Σατανά” (αντίστοιχα με τον “Μεγάλο Σατανά” που ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες) και κατηγόρησε το εβραϊκό κράτος ως όργανο των αλαζονικών δυνάμεων της Δύσης που καταπιέζουν τους μουσουλμάνους. Ένα από τα πρώτα διατάγματα του Χομεϊνί ήταν να καθιερώσει την τελευταία Παρασκευή του Ραμαζανιού ως “Ημέρα της Ιερουσαλήμ” (Quds Day), καλώντας τους μουσουλμάνους σε όλο τον κόσμο να διαδηλώνουν υπέρ των Παλαιστινίων και κατά του Ισραήλ. Με αυτόν τον τρόπο, το νέο ιρανικό καθεστώς έδωσε πανισλαμική διάσταση στο παλαιστινιακό ζήτημα, προσπαθώντας να γεφυρώσει το αραβο-περσικό και σουνιτικό-σιιτικό χάσμα και να εμφανιστεί ως ο κύριος υπερασπιστής των καταπιεσμένων μουσουλμάνων της Παλαιστίνης.
Από το 1979 και μετά, η εχθρότητα μεταξύ Ιράν και Ισραήλ έγινε ενδημικό χαρακτηριστικό της εξωτερικής πολιτικής και των δύο. Το Ιράν της Ισλαμικής Δημοκρατίας αρνείται το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ, αποκαλώντας το “σιωνιστικό καθεστώς” και υποστηρίζοντας ανοιχτά κάθε κίνημα “αντίστασης” εναντίον του. Η Τεχεράνη καταδίκασε όλες τις ειρηνευτικές προσπάθειες των Αράβων με το Ισραήλ – για παράδειγμα, εναντιώθηκε στις Συμφωνίες του Όσλο του 1993 μεταξύ ΟΑΠ και Ισραήλ, θεωρώντας τες προδοσία του παλαιστινιακού αγώνα. Από την άλλη πλευρά, το ίδιο το Ισραήλ στην πρώτη δεκαετία μετά την επανάσταση δεν αντιμετώπισε αμέσως το Ιράν ως τη μεγαλύτερη απειλή, καθώς ήταν απασχολημένο με άλλους εχθρούς (όπως τους Άραβες γείτονες και ειδικά το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν). Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια του οκταετούς πολέμου Ιράν-Ιράκ τη δεκαετία του 1980, το Ισραήλ εφάρμοσε το δόγμα “ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος” – παρείχε μυστικά κάποια όπλα στο Ιράν (υπόθεση Ιράν-Κόντρα) για να αποδυναμώσει το καθεστώς του Σαντάμ που απειλούσε και το ίδιο το Ισραήλ. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, καθώς το Ιράν ενίσχυσε την περιφερειακή του επιρροή και άρχισε να αναπτύσσει πρόγραμμα πυρηνικής τεχνολογίας, το Ισραήλ άρχισε να βλέπει την Τεχεράνη ως τη μεγαλύτερη στρατηγική απειλή. Η αντιπαλότητα τους έγινε σταδιακά ο κεντρικός άξονας ασφαλείας στην περιοχή, με την ένταση να κλιμακώνεται τα επόμενα χρόνια σε πολλαπλά επίπεδα.
Γεωπολιτικοί Παράγοντες και Περιφερειακές Συμμαχίες
Η σύγκρουση Ιράν-Ισραήλ δεν εκτυλίσσεται σε κενό, αλλά επηρεάζεται έντονα από τη γεωπολιτική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής και τη στάση των μεγάλων δυνάμεων. Καίριος παράγοντας είναι η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι ΗΠΑ υπήρξαν ιστορικά ο στενότερος σύμμαχος του Ισραήλ, παρέχοντάς του οικονομική, στρατιωτική και διπλωματική στήριξη. Μετά την επανάσταση του 1979, οι ΗΠΑ ταυτόχρονα έγιναν ο υπ’ αριθμόν ένα αντίπαλος του Ιράν – η κρίση των Αμερικανών ομήρων στην Τεχεράνη το 1979 δηλητηρίασε τις αμερικανο-ιρανικές σχέσεις και έκτοτε η Ουάσιγκτον επέβαλε κυρώσεις στο ιρανικό καθεστώς. Αυτή η πόλωση οδήγησε σε μια de facto συμμαχία ΗΠΑ-Ισραήλ απέναντι στο Ιράν: η Ουάσιγκτον συντάχθηκε με το Ισραήλ στην προσπάθεια περιορισμού της ιρανικής επιρροής και του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης. Η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στον Περσικό Κόλπο και στη Μέση Ανατολή λειτουργεί αποτρεπτικά έναντι του Ιράν, ενώ οποιαδήποτε απειλή του Ιράν προς το Ισραήλ θεωρείται από τις ΗΠΑ casus belli. Από την πλευρά του, το Ιράν συχνά παρουσιάζει το Ισραήλ ως “προέκταση” των ΗΠΑ στην περιοχή – θεωρεί δηλαδή ότι πολεμά μια ευρύτερη δυτική συνωμοσία, με το Ισραήλ στην πρώτη γραμμή.
Ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας είναι το Παλαιστινιακό ζήτημα και η θέση των ίδιων των Παλαιστινίων. Η συνεχιζόμενη κατοχή παλαιστινιακών εδαφών από το Ισραήλ και η απουσία λύσης στο Παλαιστινιακό προσφέρουν στο Ιράν ένα ισχυρό πολιτικό όπλο: την διεκδίκηση του ρόλου του πρωτεργάτη στην υπεράσπιση των Παλαιστινίων. Το Ιράν όλα αυτά τα χρόνια κατηγορεί τα περισσότερα αραβικά καθεστώτα ότι έχουν προδώσει ή εγκαταλείψει την παλαιστινιακή υπόθεση, είτε κάνοντας ειρήνη με το Ισραήλ είτε αδρανώντας. Έτσι, η Τεχεράνη αυτοπροβάλλεται ως ηγέτιδα δύναμη που συνεχίζει τον αγώνα για την “απελευθέρωση της Παλαιστίνης”. Αυτό της δίνει κύρος και επιρροή στον αραβικό και ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο, παρά τις θρησκευτικές ή εθνοτικές διαφορές (καθώς το Ιράν είναι περσικό και σιιτικό κράτος). Με λίγα λόγια, η Παλαιστινιακή υπόθεση έγινε για την Ισλαμική Δημοκρατία όχι μόνο ένα ζήτημα αρχής, αλλά και ένα εργαλείο νομιμοποίησης για την εξωτερική της πολιτική.
Οι περιφερειακές συμμαχίες έχουν επίσης αναδιαταχθεί σημαντικά λόγω της αντιπαλότητας Ιράν-Ισραήλ. Παραδοσιακά, τα περισσότερα αραβικά κράτη υπήρξαν εχθρικά προς το Ισραήλ. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια αξιοσημείωτη σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ του Ισραήλ και ορισμένων αραβικών χωρών, με κοινό παρονομαστή την ανησυχία τους για τον ιρανικό επεκτατισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι λεγόμενες Συμφωνίες του Αβραάμ το 2020, όπου τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν και αργότερα άλλες χώρες (όπως το Μαρόκο) εξομάλυναν και επίσημα τις σχέσεις τους με το Ισραήλ. Παρόλο που διάφοροι λόγοι ώθησαν αυτές τις συμφωνίες, ένα βασικό κίνητρο ήταν η δημιουργία ενός άτυπου μετώπου απέναντι στο Ιράν. Ακόμα και η Σαουδική Αραβία – ιστορικά πρωτοστάτισσα του αραβικού κόσμου εναντίον του Ισραήλ – τα τελευταία χρόνια πλησίασε παρασκηνιακά το Τελ Αβίβ, υποκινούμενη από την κοινή αντιπάθεια προς την Τεχεράνη. Έτσι, το Ιράν βλέπει πλέον το Ισραήλ να συμπράττει με Άραβες γείτονές του, κάτι που αυξάνει την πίεση στην ιρανική ηγεσία. Από την άλλη, το Ιράν διατηρεί τις δικές του συμμαχίες στην περιοχή: έχει έναν σταθερό άξονα συνεργασίας με τη Συρία (το καθεστώς Άσαντ στη Δαμασκό εξαρτάται σημαντικά από το Ιράν και μοιράζεται την εχθρότητα προς το Ισραήλ λόγω του ζητήματος των Υψιπέδων του Γκολάν), ενώ μετά το 2003 απέκτησε μεγάλη επιρροή και στο διπλανό Ιράκ μέσω φιλικών σιιτικών πολιτοφυλακών και κομμάτων. Επιπλέον, το Ιράν καλλιεργεί στενές σχέσεις με δυνάμεις εκτός περιοχής όπως η Ρωσία και η Κίνα, οι οποίες το στηρίζουν διπλωματικά και εμπορικά, εξισορροπώντας εν μέρει την αμερικανική πίεση. Όλες αυτές οι γεωπολιτικές διεργασίες σημαίνουν ότι η αντιπαράθεση Ιράν-Ισραήλ δεν είναι μια διμερής διαμάχη, αλλά ένας κόμβος όπου συγκλίνουν οι στρατηγικές ανταγωνισμοί διαφόρων κρατών και παρατάξεων.
Ο Ρόλος της Χεζμπολάχ, της Χαμάς και άλλων Οργανώσεων
Ένα μεγάλο μέρος της σύγκρουσης Ιράν-Ισραήλ διεξάγεται έμμεσα μέσω πληρεξουσίων (proxies) – δηλαδή μέσω ένοπλων οργανώσεων και συμμαχικών ομάδων που δρουν ως προέκταση της ιρανικής ισχύος στην περιοχή. Στον πυρήνα αυτού του “άξονα της αντίστασης”, όπως το αποκαλεί η Τεχεράνη, βρίσκονται οργανώσεις όπως η λιβανέζικη Χεζμπολάχ και η παλαιστινιακή Χαμάς, που αποτελούν ουσιαστικά τους πιο στενούς συμμάχους του Ιράν στον αγώνα κατά του Ισραήλ.
Χεζμπολάχ (Λίβανος): Η Χεζμπολάχ είναι μια σιιτική ένοπλη οργάνωση και πολιτικό κόμμα με βάση τον Λίβανο. Ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με άμεση υποστήριξη από τους Φρουρούς της Επανάστασης του Ιράν, ως απάντηση στην ισραηλινή εισβολή και κατοχή του νότιου Λιβάνου το 1982. Από τότε μέχρι σήμερα, η Χεζμπολάχ λειτουργεί ουσιαστικά ως το μακρύ χέρι του Ιράν στα σύνορα του Ισραήλ. Έχει εξελιχθεί σε μια ισχυρή παραστρατιωτική δύναμη, με βαρύ οπλισμό, ρουκετοβόλα και πυραύλους που στοχεύουν το ισραηλινό έδαφος. Το Ιράν χρηματοδοτεί, εξοπλίζει και εκπαιδεύει τη Χεζμπολάχ, παρέχοντάς της πυραυλικές τεχνολογίες και τεχνογνωσία. Σε αντάλλαγμα, η Χεζμπολάχ έχει υπάρξει ο πιο αποτελεσματικός αντίπαλος του Ισραήλ στο πεδίο: ανάγκασε τον ισραηλινό στρατό σε αποχώρηση από τον Λίβανο το 2000 και το 2006 διεξήγαγε πόλεμο 34 ημερών με το Ισραήλ, κατά τον οποίο επέφερε σημαντικές απώλειες και καταστροφές στο βόρειο Ισραήλ με μαζικές ρίψεις ρουκετών. Σήμερα, η Χεζμπολάχ θεωρείται ικανή να εξαπολύσει δεκάδες χιλιάδες πυραύλους κατά του ισραηλινού εδάφους, γεγονός που λειτουργεί ως ισχυρή αποτρεπτική απειλή. Το Ισραήλ γνωρίζει ότι σε περίπτωση σύγκρουσης με το Ιράν, η Χεζμπολάχ μπορεί να ανοίξει βόρειο μέτωπο από τον Λίβανο, καθιστώντας την αντιπαλότητα ακόμη πιο επικίνδυνη.
Χαμάς (Λωρίδα της Γάζας): Η Χαμάς είναι σουνιτική παλαιστινιακή ισλαμιστική οργάνωση που διοικεί τη Λωρίδα της Γάζας. Αν και η Χαμάς ιδεολογικά προέρχεται από το κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων και είναι σουνιτική, έχει βρει κοινό έδαφος με το σιιτικό Ιράν λόγω του κοινού τους εχθρού, του Ισραήλ. Μετά την άνοδό της στην εξουσία στη Γάζα το 2007, η Χαμάς απομονώθηκε από πολλές αραβικές κυβερνήσεις και στράφηκε για υποστήριξη προς το Ιράν. Η Τεχεράνη έκτοτε παρέχει στη Χαμάς οικονομική ενίσχυση, όπλα (όπως ρουκέτες και πυραύλους) και εκπαίδευση για τα στελέχη της. Χάρη σε αυτή τη βοήθεια, η Χαμάς έχει καταφέρει να αναπτύξει μεγάλο οπλοστάσιο ρουκετών που χρησιμοποιεί σε επαναλαμβανόμενους γύρους σύγκρουσης με το Ισραήλ (όπως στους πολέμους του 2008-09, 2012, 2014, 2021 και πιο πρόσφατα). Η υποστήριξη του Ιράν στη Χαμάς εντάσσεται στη στρατηγική του να διατηρεί πίεση στο Ισραήλ από το νότιο μέτωπο (Γάζα), ακριβώς όπως κάνει η Χεζμπολάχ από τον Βορρά. Παρά τις θρησκευτικές τους διαφορές, Ιράν και Χαμάς μοιράζονται έναν “γάμο συμφέροντος”: η μεν Χαμάς λαμβάνει κρίσιμη ενίσχυση για τον αγώνα της, το δε Ιράν αποκτά έναν ακόμη μοχλό πίεσης εναντίον του Ισραήλ και προβολής ισχύος στον αραβικό κόσμο.
Άλλες Οργανώσεις: Πέραν της Χεζμπολάχ και της Χαμάς, το Ιράν στηρίζει και άλλες οργανώσεις με αντια ισραηλινό προσανατολισμό. Μία από αυτές είναι η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ, μικρότερη οργάνωση στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, η οποία θεωρείται σχεδόν πλήρως εξαρτημένη από την ιρανική χρηματοδότηση και οπλισμό. Επιπλέον, στο μέτωπο της Συρίας, η παρουσία φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών (συχνά υπό την καθοδήγηση της επίλεκτης Δύναμης Κουντς των ιρανικών Φρουρών της Επανάστασης) αποτελεί έναν ακόμα κίνδυνο για το Ισραήλ: το Ιράν εδώ και χρόνια επιχειρεί να εδραιώσει στρατιωτική παρουσία στη νότια Συρία, κοντά στα υψίπεδα του Γκολάν, μέσω σιιτικών πολιτοφυλακών και να μεταφέρει προηγμένα όπλα στη Χεζμπολάχ μέσω συριακού εδάφους. Το Ισραήλ προσπαθεί να εμποδίσει αυτήν την προσπάθεια με συνεχείς αεροπορικές επιδρομές στη Συρία, πλήττοντας κονβόι όπλων και βάσεις που σχετίζονται με το Ιράν. Τέλος, μια πιο πρόσφατη προσθήκη στον “άξονα της αντίστασης” είναι οι αντάρτες Χούθι στην Υεμένη. Οι Χούθι, μια ζαϊντίτικη (σιιτική) ένοπλη ομάδα, αν και βρίσκονται γεωγραφικά μακριά από το Ισραήλ, έχουν υιοθετήσει σκληρή αντιαμερικανική και αντια ισραηλινή ρητορική υπό την επιρροή του Ιράν που τους υποστηρίζει στον δικό τους πόλεμο στην Υεμένη. Μέχρι πρότινος, οι Χούθι δεν ενεπλάκησαν άμεσα σε μάχες με το Ισραήλ, ωστόσο δήλωσαν ότι θα σταθούν στο πλευρό του Ιράν σε περίπτωση γενικευμένης σύρραξης, όπως φάνηκε και προσφάτως.
Μέσω όλων αυτών των συμμαχικών οργανώσεων, το Ιράν έχει κατορθώσει να περικυκλώσει το Ισραήλ με εστίες απειλής. Η στρατηγική είναι σαφής: οποιαδήποτε επίθεση εναντίον του ίδιου του Ιράν θα μπορούσε να ενεργοποιήσει αυτά τα μέτωπα (Λίβανος, Γάζα, Συρία, ίσως ακόμα και Υεμένη) και να φέρει το Ισραήλ αντιμέτωπο με πολλαπλές ταυτόχρονες συγκρούσεις. Το Ισραήλ, από την πλευρά του, θεωρεί αυτές τις οργανώσεις τρομοκρατικές και αναγνωρίζει ότι πίσω τους βρίσκεται η Τεχεράνη. Οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις τα τελευταία χρόνια προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο “πολέμου σε πολλαπλά μέτωπα” ακριβώς εξαιτίας αυτής της ιρανικής στρατηγικής με τους proxy πολέμους.
Αντιπαράθεση στον Κυβερνοχώρο και Μυστικές Επιχειρήσεις
Πέρα από τις ανοιχτές συγκρούσεις στο πεδίο, η αντιπαλότητα Ιράν-Ισραήλ εκτυλίσσεται και στο σκοτεινό πεδίο των μυστικών υπηρεσιών και του κυβερνοπολέμου. Και οι δύο χώρες τα τελευταία χρόνια έχουν εμπλακεί σε ένα είδος “σιωπηλού πολέμου” που περιλαμβάνει σαμποτάζ, κατασκοπεία, κυβερνοεπιθέσεις και δολοφονίες, με κύριο αντικείμενο το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα αλλά και την αποδυνάμωση του αντιπάλου χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου.
Κυβερνοπόλεμος: Το Ισραήλ θεωρείται παγκόσμια δύναμη στον τομέα της κυβερνοασφάλειας και φέρεται να αξιοποίησε τις ικανότητές του για να καθυστερήσει ή να πλήξει τις ευαίσθητες υποδομές του Ιράν. Το πιο διάσημο περιστατικό είναι η κυβερνοεπίθεση με τον ιό Stuxnet γύρω στο 2010, η οποία προκάλεσε σοβαρές βλάβες σε φυγοκεντρητές του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος εμπλουτισμού ουρανίου. Ο ιός αυτός – αποτέλεσμα συνεργασίας, κατά κοινή παραδοχή, των υπηρεσιών των ΗΠΑ και του Ισραήλ – θεωρείται το πρώτο γνωστό παράδειγμα όπλου κυβερνοπολέμου που είχε απτή καταστροφική επίδραση σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Έκτοτε, ο “αόρατος” πόλεμος συνεχίστηκε: το Ιράν ανέπτυξε τις δικές του ομάδες χάκερ που πραγματοποίησαν επιθέσεις σε ισραηλινές υποδομές. Για παράδειγμα, ιρανικές ομάδες κυβερνοπειρατών έχουν επιχειρήσει να διεισδύσουν σε ισραηλινά δίκτυα ηλεκτρικού ρεύματος και ύδρευσης, ενώ το Ισραήλ ισχυρίζεται ότι απέκρουσε απόπειρες οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο ζωτικές λειτουργίες (όπως μια απόπειρα χακαρίσματος του συστήματος ύδρευσης το 2020). Αντίστοιχα, το Ισραήλ πιθανότατα βρίσκεται πίσω από αρκετές διαρροές ή μπλακ άουτ σε ιρανικά δίκτυα, καθώς και στην παρεμβολή σε συστήματα αεράμυνας ή συναγερμών του Ιράν. Ο κυβερνοπόλεμος αυτός διεξάγεται υπογείως, χωρίς επίσημες παραδοχές, αλλά αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της αντιπαράθεσης, καθώς επιτρέπει πλήγματα και αντεπιθέσεις χωρίς τον κίνδυνο γενικευμένου πολέμου.
Μυστικές Επιχειρήσεις και Δολοφονίες: Στο μέτωπο των μυστικών υπηρεσιών, η σύγκρουση είναι εξίσου σφοδρή. Το Ισραήλ, μέσω της υπηρεσίας πληροφοριών Μοσάντ, έχει εξαπολύσει μια μακροχρόνια εκστρατεία σαμποτάζ κατά του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος και των προσπαθειών του Ιράν να αποκτήσει προηγμένα όπλα. Εμβληματικές είναι οι στοχευμένες δολοφονίες αρκετών κορυφαίων Ιρανών πυρηνικών επιστημόνων. Από το 2010 και μετά, τουλάχιστον τέσσερις Ιρανοί επιστήμονες που σχετίζονταν με το πυρηνικό πρόγραμμα δολοφονήθηκαν σε βομβιστικές επιθέσεις ή ενέδρες μέσα στην Τεχεράνη – συμβάντα που το Ιράν απέδωσε απευθείας στο Ισραήλ. Η πιο πολύκροτη περίπτωση ήταν η εκτέλεση του Μοχσέν Φαχριζαντέ το 2020, ενός εκ των επικεφαλής του πυρηνικού προγράμματος, ο οποίος φονεύθηκε σε επίθεση που αποδόθηκε στη Μοσάντ με τη χρήση ακόμη και ρομποτικού αυτόματου όπλου. Παράλληλα, μυστηριώδεις εκρήξεις και πυρκαγιές έχουν κατά καιρούς πλήξει ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις (όπως στο συγκρότημα του Νατάνζ) ή βιομηχανίες πυραύλων, με τις υποψίες να βαραίνουν το ισραηλινό σαμποτάζ. Το ίδιο το Ιράν δεν μένει με σταυρωμένα χέρια: η ιρανική δύναμη Quds και άλλες υπηρεσίες έχουν επιχειρήσει να αντεπιτεθούν στο εξωτερικό, στοχοποιώντας ισραηλινούς στόχους. Έχουν σημειωθεί απόπειρες δολοφονίας ή βομβιστικές επιθέσεις εναντίον Ισραηλινών διπλωματών και πολιτών στο εξωτερικό – όπως εκρηκτικοί μηχανισμοί σε αυτοκίνητα διπλωματών στην Ασία (π.χ. το 2012 σε Νέο Δελχί και Μπανγκόκ) – ως φερόμενα ιρανικά αντίποινα για τους σκοτωμένους επιστήμονές του. Επιπλέον, ιρανικές μυστικές επιχειρήσεις θεωρείται ότι κρύβονται πίσω από επιθέσεις εναντίον εβραϊκών και ισραηλινών στόχων στην διασπορά, με πιο γνωστή την πολύνεκρη βομβιστική επίθεση σε εβραϊκό πολιτιστικό κέντρο (AMIA) στο Μπουένος Άιρες το 1994, η οποία αποδόθηκε στη Χεζμπολάχ με ιρανική καθοδήγηση.
Στρατιωτική Προετοιμασία και Αποτροπή: Σε επίπεδο καθαρά στρατιωτικό, μέχρι πρότινος η αντιπαλότητα εκφραζόταν μέσω προετοιμασιών και επιδείξεων ισχύος, αλλά χωρίς ευθεία μάχη μεταξύ τακτικών στρατών. Το Ιράν έχει επενδύσει σε ένα μεγάλο οπλοστάσιο βαλλιστικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς, ικανών να πλήξουν το Ισραήλ από ιρανικό έδαφος. Παράλληλα, αναπτύσσει προηγμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drone) και πύραυλους πλεύσης. Το Ισραήλ από την πλευρά του διατηρεί συντριπτική αεροπορική υπεροχή στην περιοχή, προηγμένα αντιαεροπορικά συστήματα (όπως τον περίφημο “Σιδηρού Θόλο” για την αντιμετώπιση ρουκετών και τα συστήματα Arrow και David’s Sling για βαλλιστικούς πυραύλους) και – αν και ποτέ δεν το επιβεβαιώνει επίσημα – ένα σημαντικό πυρηνικό οπλοστάσιο που λειτουργεί ως έσχατο αποτρεπτικό μέσο. Το ενδεχόμενο ενός ανοιχτού πολέμου ανάμεσα σε Ιράν και Ισραήλ θεωρούταν για χρόνια σενάριο εφιαλτικό, γι’ αυτό και οι δύο πλευρές ως τώρα περιόριζαν τη σύγκρουση στις παρασκηνιακές επιχειρήσεις ή στους proxy πολέμους. Το Ισραήλ ουκ ολίγες φορές απείλησε ότι θα πλήξει απευθείας τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις εάν κρίνει ότι η Τεχεράνη πλησιάζει στην απόκτηση πυρηνικού όπλου – μια απειλή που λειτουργούσε αποτρεπτικά αλλά και συντηρούσε μια διαρκή ένταση. Συνολικά, μέχρι το 2025, Ιράν και Ισραήλ είχαν αποφύγει την κατά μέτωπο σύγκρουση, κρατώντας την αντιπαλότητα “στις σκιές” ή μέσω τρίτων, ακριβώς επειδή ένα απευθείας πολεμικό επεισόδιο θα μπορούσε να εξαπλωθεί επικίνδυνα σε όλη την περιοχή. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, αυτή η εύθραυστη ισορροπία δεν θα διατηρούνταν για πάντα.
Ανοιχτός Πόλεμος το 2025 και Διεθνείς Επιπτώσεις
Τον Ιούνιο του 2025, η χρόνια αντιπαλότητα μεταξύ Ιράν και Ισραήλ κλιμακώθηκε δραματικά σε μια πρωτοφανή ανοιχτή πολεμική σύρραξη. Μέσα σε λίγες ημέρες, οι δύο χώρες πέρασαν από τις έμμεσες συγκρούσεις και τα λόγια στις απευθείας στρατιωτικές αναμετρήσεις, ανταλλάσσοντας πυραυλικά πλήγματα σε πόλεις και στρατηγικές εγκαταστάσεις εκατέρωθεν. Οι εξελίξεις αυτές έχουν προκαλέσει παγκόσμια ανησυχία, καθώς υπάρχει ο φόβος ότι ένας τοπικός πόλεμος μπορεί να συμπαρασύρει ολόκληρη τη Μέση Ανατολή σε γενικευμένη ανάφλεξη και να έχει σοβαρές διεθνείς συνέπειες.
Ξέσπασμα της Σύγκρουσης: Οι ακριβείς συνθήκες που οδήγησαν στην έκρηξη του πολέμου παραμένουν σύνθετες, όμως φαίνεται ότι η ήδη τεταμένη κατάσταση γύρω από τον συνεχιζόμενο πόλεμο στη Γάζα αποτέλεσε το υπόβαθρο. Το Ισραήλ, ενώ διεξήγαγε παρατεταμένες επιχειρήσεις κατά της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας, προειδοποιούσε επανειλημμένα ότι δεν θα ανεχτεί περαιτέρω στρατιωτική ενίσχυση της Χαμάς από το Ιράν ή προσπάθειες της Τεχεράνης να ανοίξει άλλα μέτωπα. Από την άλλη, το Ιράν είχε προειδοποιήσει ότι οι “παραβιάσεις” του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ και οι επιθέσεις στη Γάζα δεν θα μείνουν αναπάντητες. Το σημείο καμπής ήρθε όταν το Ισραήλ εξαπέλυσε – σύμφωνα με διεθνή μέσα – μια αιφνιδιαστική αεροπορική επιδρομή εναντίον στόχων εντός του ιρανικού εδάφους στις αρχές Ιουνίου 2025. Οι ισραηλινοί πύραυλοι έπληξαν κρίσιμες εγκαταστάσεις στην Τεχεράνη και αλλού: αναφέρθηκαν χτυπήματα σε μονάδες του πυρηνικού προγράμματος (π.χ. στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Ισφαχάν), σε κέντρα έρευνας, σε αποθήκες πυραύλων και ακόμη και στο κτίριο του ιρανικού Υπουργείου Άμυνας στην πρωτεύουσα. Το Ιράν, θεωρώντας αυτή την επίθεση casus belli, ανταπέδωσε άμεσα και μαζικά. Μέσα σε μία νύχτα, ιρανικές δυνάμεις εκτόξευσαν κύμα βαλλιστικών πυραύλων μεγάλης εμβέλειας κατά του κεντρικού Ισραήλ. Σειρήνες αεροπορικού συναγερμού ήχησαν στο Τελ Αβίβ, τη δυτική Ιερουσαλήμ, τη Χάιφα και άλλες μεγάλες πόλεις, καθώς πύραυλοι έπεφταν σε κατοικημένες περιοχές. Ορισμένοι από αυτούς τους πυραύλους ήταν προηγμένα μοντέλα ιρανικής κατασκευής, με υψηλή ταχύτητα και εκρηκτική ισχύ – μάλιστα οι ιρανικές αρχές ανακοίνωσαν ότι χρησιμοποίησαν και έναν υπερηχητικό πύραυλο σε επίθεση κοντά στη Χάιφα, επιδεικνύοντας έτσι την τεχνολογική τους ικανότητα.
Καταστροφές και Θύματα: Τα πλήγματα εκατέρωθεν προκάλεσαν για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες σημαντικές απώλειες αμάχων τόσο στο Ισραήλ όσο και στο Ιράν. Στο Ισραήλ, ιρανικοί πύραυλοι που ξέφυγαν από την αντιπυραυλική άμυνα έπληξαν πυκνοκατοικημένες περιοχές στην περιοχή του Τελ Αβίβ, καταρρίπτοντας κτίρια και σκοτώνοντας δεκάδες πολίτες. Σοβαρές ζημιές υπέστησαν πόλεις όπως το Μπατ Γιαμ και η Γιάφα, με πολυκατοικίες να μετατρέπονται σε συντρίμμια και αρκετούς ανθρώπους να αγνοούνται κάτω από αυτά. Οι εικόνες από διασώστες που αναζητούσαν επιζώντες στα χαλάσματα συγκλόνισαν την ισραηλινή κοινή γνώμη. Τα νοσοκομεία στο κέντρο του Ισραήλ γέμισαν με εκατοντάδες τραυματίες, ενώ οι αρχές ασφαλείας ζήτησαν από τον πληθυσμό να καταφεύγει σε καταφύγια κάθε φορά που ηχούν οι σειρήνες. Την ίδια στιγμή, το Ισραήλ συνέχιζε τις δικές του επιδρομές στο Ιράν. Δορυφορικές εικόνες επιβεβαίωσαν ότι προκλήθηκαν μεγάλες εκρήξεις και πυρκαγιές σε διυλιστήρια πετρελαίου κοντά στην Τεχεράνη, ενώ σημαντικές ζημιές υπέστησαν και υποδομές του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Το ιρανικό κράτος μετρούσε επίσης δεκάδες νεκρούς, ανάμεσά τους και πολίτες, από τις ισραηλινές βόμβες. Στην Τεχεράνη, δύο πύραυλοι που έπληξαν κεντρικές περιοχές προκάλεσαν πανικό και εκρήξεις, με τις αρχές να καλούν τους κατοίκους να καταφύγουν σε υπόγεια και τζαμιά για προστασία. Συνολικά, μέσα στις πρώτες μέρες των εχθροπραξιών, οι απώλειες αμάχων και στις δύο πλευρές ανέβηκαν σε ανησυχητικά επίπεδα, φέρνοντας στο προσκήνιο το βαρύ ανθρώπινο τίμημα ενός τέτοιου πολέμου.
Περιφερειακή Κλιμάκωση: Ένα από τα πιο ανησυχητικά χαρακτηριστικά του πολέμου αυτού είναι η τάση του να επεκταθεί γεωγραφικά, εμπλέκοντας και άλλους παίκτες. Όπως είχε προαναγγείλει το Ιράν, οι σύμμαχοί του στον “άξονα της αντίστασης” δεν έμειναν αμέτοχοι. Οι αντάρτες Χούθι στην Υεμένη ανακοίνωσαν ανοικτά ότι συμμετέχουν στη σύρραξη στο πλευρό του Ιράν: μέσα στο δεύτερο 24ωρο των συγκρούσεων, οι Χούθι εκτόξευσαν βαλλιστικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς από το έδαφος της Υεμένης προς το Ισραήλ. Πύραυλοι αυτοί διένυσαν εκατοντάδες χιλιόμετρα και – σύμφωνα με την οργάνωση – στόχευσαν την ευρύτερη περιοχή του Τελ Αβίβ. Το γεγονός ότι μια δύναμη από τη Νότια Αραβική Χερσόνησο βάλλει κατά του ισραηλινού εδάφους δείχνει πόσο έχει διεθνοποιηθεί η σύγκρουση. Σε απάντηση, το Ισραήλ πραγματοποίησε αεροπορική επιδρομή στην Υεμένη, στοχεύοντας – όπως διαρρέει – έναν από τους ηγέτες των Χούθι, τον οποίο θεώρησε υπεύθυνο για τις πυραυλικές επιθέσεις. Παράλληλα, στο μέτωπο του Λιβάνου και της Γάζας επικρατεί εκρηκτική ηρεμία: η Χεζμπολάχ και η Χαμάς μέχρι στιγμής περιορίστηκαν σε ρητορική υποστήριξη του Ιράν και απειλές κατά του Ισραήλ, όμως οι ισραηλινές δυνάμεις βρίσκονται σε ύψιστη επιφυλακή, γνωρίζοντας ότι ανά πάσα στιγμή αυτά τα μέτωπα μπορεί να “ανοίξουν” εάν ο πόλεμος παραταθεί. Στη Γάζα μάλιστα, παρατηρήθηκε προσωρινή ύφεση των συγκρούσεων καθώς το Ισραήλ αναδιάταξε μέρος των δυνάμεών του από εκεί προς βόρεια και ανατολικά μέτωπα, κάτι που ενδέχεται να δείχνει μια “παύση” στη Γάζα εφόσον ο κύριος κίνδυνος μετατοπίζεται προς το Ιράν. Οι αναλυτές, ωστόσο, προειδοποιούν ότι αυτή η ηρεμία είναι απατηλή: αν ο πόλεμος Ισραήλ-Ιράν συνεχιστεί, ενδέχεται τελικά να παρασύρει τόσο τη Χεζμπολάχ όσο και άλλες οργανώσεις σε άμεση ανάμιξη, εξαπλώνοντας τη σύγκρουση σε όλη την εύφλεκτη ζώνη από τη Μεσόγειο ως τον Περσικό Κόλπο.
Διεθνής Αντίδραση και Επιπτώσεις: Η ανοιχτή πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ιράν και Ισραήλ έχει σημάνει συναγερμό στη διεθνή κοινότητα. Πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων δυνάμεων, καλούν σε άμεση αποκλιμάκωση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, παραδοσιακός σύμμαχος του Ισραήλ, έχουν στηρίξει το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα, αλλά ταυτόχρονα προειδοποίησαν ρητά την Τεχεράνη να μην στοχοποιήσει αμερικανικές βάσεις ή συμφέροντα στην περιοχή – με τον πρώην πρόεδρο Τραμπ να δηλώνει χαρακτηριστικά ότι αν το Ιράν επιτεθεί σε αμερικανικό στόχο, θα αντιμετωπίσει αμερικανική ισχύ “σε πρωτοφανές επίπεδο”. Η Ρωσία και η Κίνα έχουν εκφράσει “έντονη ανησυχία” και προτρέπουν σε κατάπαυση του πυρός, αν και τείνουν διπλωματικά να δείχνουν κατανόηση στις ιρανικές θέσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επίσης καταδίκασε την κλιμάκωση, με ευρωπαίους ηγέτες να φοβούνται γενίκευση της κρίσης: το θέμα έχει ήδη εγγραφεί στην ατζέντα του έκτακτου G7, ενώ χώρες όπως η Βρετανία εξέδωσαν ταξιδιωτικές οδηγίες προς τους πολίτες τους να αποφύγουν εντελώς τη μετακίνηση προς το Ισραήλ ή το Ιράν εν μέσω των συγκρούσεων. Σε πρακτικό επίπεδο, ο πόλεμος έχει αρχίσει να επηρεάζει την οικονομία και την καθημερινότητα. Το χρηματιστήριο του Τελ Αβίβ βίωσε απότομη πτώση τις πρώτες ημέρες των επιθέσεων, οι διεθνείς αεροπορικές συνδέσεις με το Ισραήλ περιορίστηκαν δραστικά καθώς ο ισραηλινός εναέριος χώρος έκλεισε για λόγους ασφαλείας, και η κρατική αεροπορική εταιρεία El Al ανέστειλε δρομολόγια προς πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Στον Περσικό Κόλπο, οι αγορές πετρελαίου βρίσκονται σε νευρικότητα: η προοπτική ότι οι εχθροπραξίες θα μπορούσαν να απειλήσουν τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ιράν ή τη ναυσιπλοΐα στα Στενά του Ορμούζ έχει ήδη ανεβάσει τις τιμές του πετρελαίου διεθνώς και δημιουργεί φόβους για ενεργειακή κρίση.
Προοπτικές και Κίνδυνοι: Καθώς ο πόλεμος Ιράν-Ισραήλ μαίνεται, οι παρατηρητές επισημαίνουν ότι πρόκειται για μια σύγκρουση με απρόβλεπτες και δυνητικά ολέθριες συνέπειες. Για πρώτη φορά, δύο από τους ισχυρότερους περιφερειακούς παίκτες συγκρούονται άμεσα, και μάλιστα ενόσω γύρω τους υπάρχει ένα σύμπλεγμα συμμαχιών και αντιπαλοτήτων που μπορεί εύκολα να ενεργοποιηθεί. Αν το Ιράν συνεχίσει να πλήττει ισραηλινές πόλεις, το Ισραήλ ενδέχεται να κλιμακώσει ακόμα περισσότερο τις επιθέσεις του – ίσως ακόμη και να εξετάσει ένα συντριπτικό πλήγμα στις πυρηνικές υποδομές του Ιράν. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο όμως εγείρει τον εφιάλτη της χρήσης ακραίων μέσων και της πρόκλησης πυρηνικής καταστροφής. Ταυτόχρονα, οι άμαχοι πληθυσμοί στο Ισραήλ, στο Ιράν αλλά και σε γειτονικές ζώνες (όπως ο δοκιμαζόμενος πληθυσμός της Γάζας ή του Λιβάνου) πληρώνουν ήδη βαρύ τίμημα, με τον κίνδυνο ανθρωπιστικής κρίσης να αυξάνεται. Η διεθνής κοινότητα εντείνει τις διπλωματικές προσπάθειες για να σταματήσει η σύγκρουση προτού εξαπλωθεί – παρασκηνιακά, χώρες όπως το Ομάν ή το Κατάρ προσφέρονται ως μεσολαβητές μεταξύ Ιράν και Ισραήλ, ενώ οι μεγάλες δυνάμεις συζητούν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ πιθανές παρεμβάσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η αντιπαλότητα Ιράν-Ισραήλ, που ξεκίνησε ως ιδεολογική και περιφερειακή διαμάχη δεκαετίες πριν, έχει πλέον φτάσει σε ένα επικίνδυνο αποκορύφωμα. Η έκβαση αυτού του πολέμου θα καθορίσει όχι μόνο το μέλλον των δύο εμπλεκόμενων εθνών αλλά και την αρχιτεκτονική ασφάλειας ολόκληρης της Μέσης Ανατολής. Οι επόμενες μέρες και εβδομάδες του Ιουνίου 2025 θα είναι κρίσιμες: είτε θα δούμε μια δύσκολη πορεία προς κατάπαυση του πυρός και επιστροφή σε κάποια μορφή “ψυχρής” αντιπαράθεσης, είτε η περιοχή θα βυθιστεί σε μια γενικευμένη σύρραξη με ανυπολόγιστες συνέπειες. Ένα είναι βέβαιο – η αντιπαλότητα Ιράν και Ισραήλ, με όλες τις ιστορικές και γεωπολιτικές της προεκτάσεις, απέδειξε για άλλη μια φορά πόσο εύθραυστη είναι η ειρήνη στη Μέση Ανατολή και πόσο αλληλένδετες είναι οι τύχες των λαών της περιοχής.