Η Μαρία, 33 χρονών, σκεφτόταν έντονα. Τα μάτια της καρφωμένα στο ταβάνι, η ανάσα της κοφτή. Ο Κώστας, 39 χρόνων, ο άντρας της, βρισκόταν δίπλα της, χαμένος στον ύπνο του. Δυο παιδικά κορμάκια, αγκαλιά, κοιμόντουσαν γαλήνια στο διπλανό δωμάτιο.
Η Μαρία ένιωθε ένα σφίξιμο στο στήθος. Η αγάπη που κάποτε ένιωθε για τον Κώστα είχε μετατραπεί σε μια βαριά θλίψη, μια αβάσταχτη ρουτίνα. Η σκέψη του χωρισμού την βασάνιζε εδώ και μήνες.
Σηκώθηκε σιγά σιγά από το κρεβάτι, φροντίζοντας να μην τον ξυπνήσει. Πλησίασε το παράθυρο. Η νύχτα ήταν σκοτεινή, ο ουρανός γεμάτος άστρα. Η Μαρία ένιωσε ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό της.
“Πώς θα τους πω;” σκέφτηκε. “Πώς θα εξηγήσω στα παιδιά μου ότι ο μπαμπάς και η μαμά δεν θα είναι πια μαζί;”
Η Μαρία ήξερε ότι ο χωρισμός θα ήταν δύσκολος για όλους. Ο Κώστας ήταν καλός πατέρας, αγαπούσε τα παιδιά του. Αλλά η Μαρία δεν άντεχε άλλο. Ένιωθε πνιγμένη σε μια σχέση που δεν την έκανε ευτυχισμένη.
Ξαφνικά, άκουσε τον Κώστα να ξυπνάει. Γύρισε και τον είδε να την κοιτάζει με απορία.
“Τι συμβαίνει;” ρώτησε.
Η Μαρία έσφιξε τα χείλη της. Ήξερε ότι η στιγμή είχε φτάσει.
“Κώστα,” ψιθύρισε, “θέλω να χωρίσουμε.”
Για μια στιγμή, ο Κώστας έμεινε άφωνος. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, γεμάτα έκπληξη και θλίψη.
“Γιατί;” ρώτησε με σπασμένη φωνή.
Η Μαρία πήρε μια βαθιά ανάσα. “Δεν είμαι ευτυχισμένη,” είπε. “Νιώθω ότι η σχέση μας έχει τελειώσει.”
Ο Κώστας σηκώθηκε από το κρεβάτι και πλησίασε. “Μαρία,” είπε, “σε παρακαλώ, μη μου το κάνεις αυτό. Σ’αγαπώ. Αγαπάμε τα παιδιά μας.”
Η Μαρία έσκυψε το κεφάλι της. “Ξέρω,” είπε. “Και λυπάμαι πολύ. Αλλά δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι.”
Για ώρες, μιλούσαν. Ο Κώστας προσπαθούσε να την πείσει να αλλάξει γνώμη, η Μαρία εξηγούσε τους λόγους της. Τελικά, ο Κώστας, πνιγμένος στο δάκρυ, κατάλαβε.
Τις επόμενες μέρες, η Μαρία και ο Κώστας μίλησαν στα παιδιά τους. Εξήγησαν ότι θα έμεναν πλέον σε χωριστά σπίτια, αλλά ότι θα ήταν πάντα οι γονείς τους, και ότι τα αγαπούσαν πολύ.
Η Μαρία ήξερε ότι ο δρόμος που άνοιγε μπροστά της ήταν δύσβατος. Ο χωρισμός ποτέ δεν είναι εύκολος, πόσο μάλλον όταν υπάρχουν παιδιά.
Όμως, ένιωθε για πρώτη φορά μετά από καιρό μια γαλήνη, μια ελπίδα. Ήξερε ότι έκανε το σωστό, για τον εαυτό της, για τα παιδιά της. Ήξερε ότι η ζωή της, έστω και πληγωμένη, άρχιζε ξανά.