Ογδόντα δύο χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη Σφαγή των Καλαβρύτων, ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής στην Ελλάδα και συνολικά στην Ευρώπη. Ένα έγκλημα που δεν περιορίστηκε μόνο στην εξόντωση εκατοντάδων αμάχων, αλλά στόχευσε στην ολοκληρωτική καταστροφή μιας ολόκληρης περιοχής, αφήνοντας πίσω του στάχτες, ορφανά και μια μνήμη που εξακολουθεί να ζητά δικαίωση.
Η τραγωδία των Καλαβρύτων δεν αποτελεί απλώς ένα ιστορικό γεγονός. Είναι μια βαθιά χαραγμένη πληγή στη συλλογική συνείδηση, μια διαρκής υπενθύμιση του τι μπορεί να γεννήσει ο ναζισμός και ο πόλεμος όταν στρέφονται ανεξέλεγκτα ενάντια στον άμαχο πληθυσμό.
Το ιστορικό πλαίσιο πριν από τη σφαγή
Το φθινόπωρο του 1943, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αρχίσει να γέρνει εις βάρος των δυνάμεων του Άξονα. Στην Ελλάδα, η συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Συμμάχους είχε αποσταθεροποιήσει το καθεστώς κατοχής, ενώ η δράση της Αντίστασης και κυρίως του ΕΛΑΣ στην ελληνική ύπαιθρο προκαλούσε σοβαρά προβλήματα στους Γερμανούς.
Στην Πελοπόννησο, η 117η Μεραρχία Καταδρομών, υπό τον στρατηγό Καρλ φον Λε Σουίρ, αντιμετώπιζε έντονη αντάρτικη δραστηριότητα, ειδικά στην περιοχή των Καλαβρύτων. Η απειλή για τις συγκοινωνίες Πάτρας – Κορίνθου – Τρίπολης θεωρήθηκε κρίσιμη, οδηγώντας τη γερμανική διοίκηση στην απόφαση για μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση.
Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η Μάχη της Κερπινής, στις 20 Οκτωβρίου 1943, όπου οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατάφεραν να πλήξουν σοβαρά τους Γερμανούς, σκοτώνοντας δεκάδες στρατιώτες και αιχμαλωτίζοντας 78. Η απάντηση των Ναζί υπήρξε εκδικητική και αμείλικτη.
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» και το έγκλημα

Η διαβόητη «Επιχείρηση Καλάβρυτα» (Unternehmen Kalavryta) τέθηκε σε εφαρμογή με στόχο -επισήμως- την εξόντωση των ανταρτών. Στην πράξη, όμως, μετατράπηκε σε μια από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Καθ’ οδόν προς τα Καλάβρυτα, γερμανικά αποσπάσματα εκτέλεσαν 143 άνδρες, ακόμη και παιδιά, στα χωριά Ρωγοί, Κερπινή, Άνω και Κάτω Ζαχλωρού, καθώς και στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Χωριά λεηλατήθηκαν, σπίτια πυρπολήθηκαν και άμαχοι δολοφονήθηκαν χωρίς διάκριση.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1943, τέσσερις ημέρες μετά την είσοδό τους στα Καλάβρυτα, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους στον προαύλιο χώρο του δημοτικού σχολείου. Εκεί χώρισαν τις γυναίκες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους από τους άνδρες και τους εφήβους άνω των 13 ετών.
Οι τελευταίοι οδηγήθηκαν στη Ράχη του Καπή, έναν αμφιθεατρικό λόφο έξω από την πόλη. Μπροστά στα μάτια τους, τα Καλάβρυτα φλέγονταν. Λίγα λεπτά αργότερα, τα πολυβόλα άρχισαν να θερίζουν ανθρώπινες ζωές. Οι εκτιμήσεις για τους νεκρούς κυμαίνονται από 500 έως και πάνω από 800 στο συγκεκριμένο σημείο. Μόλις 13 άνδρες φέρεται να επέζησαν, καλυμμένοι κάτω από τα σώματα των νεκρών.
Την ίδια ώρα, τα γυναικόπαιδα κατάφεραν να σωθούν σπάζοντας τις πόρτες του σχολείου, λίγο πριν το κτίριο παραδοθεί στις φλόγες.
Καταστροφή χωρίς τιμωρία
Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Πάνω από 1.100 άνθρωποι δολοφονήθηκαν συνολικά, περισσότερα από 1.000 σπίτια καταστράφηκαν, ζώα και τρόφιμα λεηλατήθηκαν, ενώ τεράστια χρηματικά ποσά αφαιρέθηκαν. Την επόμενη ημέρα, οι Ναζί πυρπόλησαν και την ιστορική Μονή της Αγίας Λαύρας.
Κι όμως, σχεδόν κανείς από τους υπεύθυνους δεν λογοδότησε πραγματικά. Ο στρατηγός Λε Σουίρ πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών, άλλοι αξιωματικοί σκοτώθηκαν στον πόλεμο ή έζησαν ανενόχλητοι μέχρι το τέλος της ζωής τους. Μόνο ο στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι καταδικάστηκε στη Νυρεμβέργη, αλλά αποφυλακίστηκε λίγα χρόνια αργότερα.
Η μνήμη και το αίτημα για δικαίωση
Τα Καλάβρυτα παραμένουν μέχρι σήμερα σύμβολο μαρτυρίου. Κάθε χρόνο, στον τόπο της εκτέλεσης, τελείται επιμνημόσυνη δέηση, ενώ το μνημείο στη Ράχη του Καπή στέκει ως σιωπηλός μάρτυρας της ναζιστικής θηριωδίας.
Παρά τις επίσημες εκφράσεις λύπης από τη Γερμανία, το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων παραμένει ανοιχτό. Το ελληνικό αίτημα για ηθική και οικονομική δικαίωση εξακολουθεί να σκοντάφτει σε πολιτικές αρνήσεις.
Τα Καλάβρυτα, όπως το Δίστομο και η Καισαριανή, δεν είναι απλώς τοπωνύμια. Είναι προειδοποιήσεις. Μαρτυρίες για το πού οδηγεί ο φανατισμός και η απανθρωπιά – και υπενθυμίσεις ότι η μνήμη δεν είναι εκδίκηση, αλλά χρέος.