Νέα συγκλονιστικά στοιχεία έρχονται στο φως για την υπόθεση του Δανού δότη σπέρματος με τη σπάνια γενετική μετάλλαξη, η οποία έχει προκαλέσει διεθνή ανησυχία και έντονη αγωνία σε οικογένειες και υγειονομικές αρχές. Όπως επιβεβαιώθηκε, το παιδί που έχασε τη ζωή του στην Ελλάδα από καρκίνο και είχε γεννηθεί από το σπέρμα του συγκεκριμένου δότη ήταν ηλικίας μεταξύ 5 και 10 ετών.
Το παιδί ανήκε σε οικογένεια που απέκτησε τρία παιδιά μέσω υποβοηθούμενης αναπαραγωγής από τον ίδιο Δανό δότη. Την τραγική εξέλιξη επιβεβαίωσε μιλώντας στο MEGA ο καθηγητής Παιδιατρικής Αιματολογίας – Ογκολογίας του Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία», Αντώνης Καττάμης.
«Δυστυχώς, το παιδί κατέληξε από καρκίνο», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι λίγα χρόνια αργότερα καρκίνο εμφάνισε και το δεύτερο αδελφάκι της ίδιας οικογένειας. Όπως εξήγησε, το δεύτερο παιδί βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε θεραπεία, με τους γιατρούς να δίνουν μια δύσκολη αλλά κρίσιμη μάχη. «Όπως για όλα τα παιδιά με καρκίνο, ελπίζουμε στο καλύτερο, αλλά πρόκειται για μια ιδιαίτερα απαιτητική περίπτωση», σημείωσε.
Ο καθηγητής Καττάμης αναφέρθηκε και στο πώς ξεκίνησε η επιστημονική διερεύνηση της υπόθεσης. Όπως είπε, ερευνητική ομάδα εξέταζε πόσα παιδιά με καρκίνο φέρουν γενετικά σύνδρομα προδιάθεσης, επισημαίνοντας ότι σήμερα είναι γνωστό πως περίπου 1 στα 10 παιδιά που νοσούν από καρκίνο έχει κάποιο γονίδιο που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, εντοπίστηκε σε έναν από τους ασθενείς μια σπάνια μετάλλαξη στο γονίδιο TP53, η οποία δεν είχε περιγραφεί έως τότε στη διεθνή βιβλιογραφία. Το εύρημα παρουσιάστηκε σε επιστημονικές συναντήσεις και σύντομα προκάλεσε το ενδιαφέρον συναδέλφων από το εξωτερικό, οι οποίοι ανέφεραν αντίστοιχα περιστατικά σε παιδιά άλλων χωρών.
Από εκείνο το σημείο άρχισε να ξετυλίγεται το νήμα μιας υπόθεσης που πλέον αφορά δεκάδες οικογένειες στην Ευρώπη και έχει φέρει στο προσκήνιο σοβαρά ερωτήματα για τους ελέγχους στους δότες σπέρματος, τη διασπορά γενετικού υλικού επί σειρά ετών και την ανάγκη αυστηρότερης εποπτείας.
Στην Ελλάδα, η υπόθεση παραμένει υπό διερεύνηση, με τις υγειονομικές αρχές και τους ειδικούς να βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση, ενώ για τις οικογένειες που εμπλέκονται η αγωνία για την υγεία των παιδιών τους παραμένει καθημερινή και αμείωτη.