Μια υπόθεση που συγκλόνισε τη Γαλλία τον Οκτώβριο του 2022 επιστρέφει στο επίκεντρο με ανατριχιαστικές αποκαλύψεις μέσα στη δικαστική αίθουσα. Η 27χρονη Νταμπία Μπενκιρέντ περιέγραψε με κυνισμό τα όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν της αρπαγής και δολοφονίας της 12χρονης Λόλα Νταβιέ, δηλώνοντας πως είχε «ήδη αποφασίσει να βλάψει κάποιον». Η κατάθεσή της, ψυχρή και αποστασιοποιημένη, προκάλεσε σοκ στους παρευρισκόμενους και άναψε εκ νέου τη δημόσια συζήτηση για την πρόληψη της ακραίας βίας και την ποινική μεταχείριση δραστών τέτοιων εγκλημάτων.
Τι κατέθεσε η 27χρονη
Σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν στο δικαστήριο, η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε ότι μια προσωπική σύγκρουση την προηγούμενη ημέρα τη βύθισε σε οργή και την οδήγησε σε μια απόφαση «τυφλής» βίας. Περιέγραψε πώς προσέγγισε τη Λόλα στην είσοδο της πολυκατοικίας, ζήτησε βοήθεια για να μπει στο κτίριο και, στη συνέχεια, την οδήγησε στο διαμέρισμά της. Παρά τις εκκλήσεις του παιδιού να μην του κάνει κακό, η 27χρονη παραδέχθηκε ότι είχε ήδη προαποφασίσει την επίθεση.
Ξεκινώντας την περιγραφή της για τη μοιραία για την 12χρονη συνάντηση, η 27χρονη από την Αλγερία είπε ότι «πέρασα δίπλα από μια γυναίκα με το μωρό της. Και μετά είδα τη Λόλα. Της ζήτησα να μου ανοίξει την πόρτα γιατί δεν είχα κάρτα να την ανοίξω».
Μιλώντας ψυχρά, η Αλγερινή είπε ότι στη συνέχεια η Λόλα τη βοήθησε να ανεβάσει τις βαλίτσες της στο διαμέρισμά της παραδεχόμενη ότι από εκείνη τη στιγμή είχε αποφασίσει να της κάνει κακό.
Συνεχίζοντας η Μπενκιρέντ είπε ότι τράβηξε την 12χρονη από το χέρι για να τη βάλει στο ασανσέρ που οδηγούσε στο διαμέρισμά της, ενώ εκείνη την ικέτευε. «Κυρία, σας παρακαλώ, μην μου κάνετε κακό» είπε ότι άκουσε να της λέει η Λόλα με την ίδια να της απαντά «μην ανησυχείς, δεν θα σου κάνω κακό».
Μόλις η Λόλα μπήκε στο σπίτι της, όπως είπε η 27χρονη στο δικαστήριο, της ζήτησε να γδυθεί και να κάνει ντους, λέγοντας ότι η ανήλικη φαινόταν «φοβισμένη».
«Αφού την είχα βιάσει, καλύτερα να τη σκότωνα»
Αφού, δε, παραδέχθηκε ότι την κακοποίησε σεξουαλικά είπε ότι στη συνέχεια «χτύπησε το κεφάλι της με το χέρι μου στον τοίχο του ντους», υποστηρίζοντας ότι «δεν ήταν πραγματικά σκληρό».
«Στο ντους, για μένα, μετατράπηκε σε φάντασμα. Δεν είπε τίποτα, δεν μίλησε. Μου είπαν ότι όταν την έδεσα, ήταν ακόμα ζωντανή. Για μένα, ήταν νεκρή» είπε με κυνισμό η Αλγερινή.
Όπως είπε αφού την κακοποίησε σεξουαλικά, «άρχισε να τη χτυπάει επειδή φοβόταν ότι θα το έλεγε στην οικογένειά της. Όλο το μίσος που είχα μέσα μου, το ξέσπασα πάνω της… Είτε έτσι είτε αλλιώς, ήξερα ότι θα πεθάνει».
«Δεν είναι ότι ήθελα να τη σκοτώσω, αλλά ότι ήθελα να βλάψω κάποιον. Αλλά αφού την είχα βιάσει, καλύτερα να τη σκότωνα», είπε με αναισθησία που σόκαρε η Μπενκιρέντ.
Το ίδιο σοκαριστική ήταν και η περιγραφή για τις 38 μαχαιριές που κατάφερε στην 12χρονη αφού «άρχισε να την βλέπει ως πρόβατο», λέγοντας «το δέρμα της ήταν σκληρό, σαν προβάτου», προσθέτοντας ότι ήταν σε εκείνο το σημείο που έγραψε τους αριθμούς 0 και 1 στα πόδια του κοριτσιού.
Στοιχεία που εξέτασε το δικαστήριο
Η δικογραφία περιλαμβάνει ευρήματα από τον χώρο του εγκλήματος, μαρτυρίες, καθώς και πραγματογνωμοσύνες ειδικών. Κλινικός ψυχολόγος που κατέθεσε έκανε λόγο για «σαδιστικά στοιχεία» στη συμπεριφορά της κατηγορούμενης, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για σπάνιο αλλά υπαρκτό προφίλ εγκληματικής δράσης. Παράλληλα, αναφορές σε αναζητήσεις της στο διαδίκτυο και σε εμμονές με μεταφυσικές ερμηνείες εξετάζονται ως ενδείξεις της ψυχολογικής της κατάστασης πριν από το έγκλημα.
Η στάση της οικογένειας του θύματος
Η μητέρα της Λόλα απηύθυνε δραματική έκκληση στο δικαστήριο να επιβληθεί η ανώτατη προβλεπόμενη ποινή, υποστηρίζοντας ότι η κοινωνία οφείλει να προστατευθεί από ανάλογες πράξεις. Η οικογένεια ζητά δικαίωση και αυστηρή τιμωρία, τονίζοντας πως δεν υπάρχει κανένα ελαφρυντικό για το μέγεθος της βίας που ασκήθηκε.
Γιατί η υπόθεση συγκλονίζει
Η δολοφονία παιδιού υπό συνθήκες ιδιαίτερης σκληρότητας αποτελεί ακραίο πλήγμα στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Η ψυχρότητα της απολογίας, η απουσία μεταμέλειας και ο τρόπος που περιγράφεται η στοχοποίηση του θύματος αναζωπυρώνουν τον διάλογο για:
- τα «σημάδια» επικίνδυνης συμπεριφοράς που πρέπει να εντοπίζονται έγκαιρα,
- τη συνεργασία κοινωνικών υπηρεσιών, σχολείων και αστυνομικών αρχών,
- την ανάγκη για καλύτερη ψυχιατρική/ψυχολογική αξιολόγηση και παρακολούθηση ατόμων υψηλού κινδύνου.
Τι ακολουθεί
Το δικαστήριο θα σταθμίσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και των πραγματογνωμοσυνών πριν καταλήξει στην τελική ετυμηγορία και την ποινή. Κεντρικά ερωτήματα είναι ο βαθμός προμελέτης, η συνείδηση της πράξης και η ενδεχόμενη επικινδυνότητα για την κοινωνία στο μέλλον.