Νέα μελέτη φωτίζει τη σκοτεινή πλευρά της φορολόγησης καπνικών προϊόντων, φέρνοντας στο προσκήνιο τη σύνδεσή της με την άνθηση της λαθρεμπορίας και της παραοικονομίας. Η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της κατάταξης, με έναν στους τέσσερις καπνιστές να προμηθεύεται προϊόντα από τη μαύρη αγορά.
Όταν η φορολογία «φουντώνει» το λαθρεμπόριο
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης του EPICENTER, την οποία δημοσιοποιεί το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών, η αύξηση των φόρων στα καπνικά προϊόντα στην Ευρώπη έχει μια παράπλευρη -και συχνά υποτιμημένη- συνέπεια: την ενίσχυση της μαύρης αγοράς. Για κάθε 1 ευρώ αύξησης στην τιμή του πακέτου λόγω φόρων, η διείσδυση της παράνομης αγοράς αυξάνεται κατά 5 έως 12%.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι τα κρατικά έσοδα όχι μόνο δεν αυξάνονται αναλογικά, αλλά συχνά υπονομεύονται, καθώς ένα σημαντικό μέρος της κατανάλωσης μετατοπίζεται σε λαθραία ή νοθευμένα προϊόντα – ενισχύοντας εγκληματικά δίκτυα.
Η Ελλάδα σε θέση… καπνού: Ένα στα τέσσερα πακέτα παράνομο
Στη χώρα μας, το πρόβλημα είναι οξύ: η Ελλάδα καταγράφει το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό παράνομου εμπορίου καπνικών προϊόντων στην Ευρώπη, με τη μαύρη αγορά να φτάνει το 25%. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό ποσοστό, που όχι μόνο αποστερεί το Δημόσιο από πολύτιμα έσοδα, αλλά και εκθέτει τους καταναλωτές σε προϊόντα αμφιβόλου ποιότητας.
Οι αιτίες: Φόροι, σύνορα και… νοοτροπία
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι η εξάπλωση της παράνομης αγοράς δεν εξαρτάται μόνο από το ύψος της τιμής ή τη σχετική προσιτότητα των προϊόντων, αλλά επηρεάζεται από ένα πλέγμα παραγόντων:
- Τη φορολογική κουλτούρα και την ανοχή σε πρακτικές παραοικονομίας
- Την αδυναμία των θεσμών να επιβάλλουν τον νόμο
- Την ευκολία διακίνησης λόγω γεωγραφικής εγγύτητας με χώρες χαμηλότερης τιμολόγησης
- Τη διαφθορά και την ανεπαρκή τελωνειακή εποπτεία
Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας, με προσβάσεις στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, την καθιστά ευάλωτη σε ροές λαθραίων προϊόντων.
Τι σημαίνει αυτό για τις πολιτικές δημόσιας υγείας;
Η φορολόγηση των καπνικών προϊόντων αποτελεί βασικό εργαλείο αποθάρρυνσης του καπνίσματος. Ωστόσο, η μελέτη αναδεικνύει το δίλημμα των κυβερνήσεων: όταν οι αυξήσεις στη φορολογία ξεπερνούν την ανεκτικότητα της αγοράς, η ζήτηση δεν εξαφανίζεται – απλώς μεταφέρεται σε παράνομα κανάλια.
Έτσι, αντί για περιορισμό της κατανάλωσης, παρατηρείται υποκατάστασή της με πιο φτηνά, ανεξέλεγκτα και επικίνδυνα προϊόντα.
Συμπέρασμα: Η πολιτική της υπερφορολόγησης χωρίς επαρκείς μηχανισμούς ελέγχου ενδέχεται να παράγει το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αντί να ενισχύει τα δημόσια έσοδα και την υγεία των πολιτών, ενδυναμώνει το οργανωμένο έγκλημα και μειώνει την αποτελεσματικότητα των μέτρων πρόληψης. Η Ελλάδα καλείται να επαναξιολογήσει τη στρατηγική της, ισορροπώντας μεταξύ δημοσιονομικών στόχων και κοινωνικής πραγματικότητας.